- ανακέφαλα
- επίρρ.1) вверху, наверху; сверху; 2) вниз затылком; 3) безрассудно, неразумно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακέφαλα — (I) επίρρ. 1. στο επάνω μέρος ή προς τα επάνω 2. με το πρόσωπο επάνω, ύπτια, ανάσκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κεφάλι (πρβλ. κατακέφαλα)]. (II) επίρρ. χωρίς σκέψη, αλόγιστα, επιπόλαια … Dictionary of Greek
ανακέφαλος — η, ο ασύνετος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + κεφάλι. ΠΑΡ. ανακέφαλα, ανακεφαλιά] … Dictionary of Greek